- εκβιομηχανισμός
- ο1. εκβιομηχάνιση2. η κακόγουστη παραγωγή προϊόντων τέχνης σε πολλά αντίτυπα με μηχανή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εκβιομηχανισμός — ο 1. εκβιομηχάνιση. 2. η αντικατάσταση της βιοτεχνικής παραγωγής προϊόντων με βιομηχανική παραγωγή: Ο εκβιομηχανισμός της επιπλοποιίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Σισμοντί, Ζαν-Σαρλ-Λεονάρ Σιμόντ ντε- — (Si smondi). Ελβετός οικονομολόγος και ιστορικός (Γενεύη 1773 1842). Μετά την ανακήρυξη της δημοκρατίας στη Γενεύη (1793), η οικογένεια του Σ. αποφάσισε να εγκατασταθεί στην Τοσκάνη, όπου αγόρασε κτήματα. Ο Σ. όμως ξαναγύρισε έπειτα από λίγο στη… … Dictionary of Greek